τέτραμος

τέτραμος
τέτραμος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τέτραμος — ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ τού θ. τρεμ τού ρ. τρέμω* και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε (πρβλ. τέ τανος)] …   Dictionary of Greek

  • τέτρομος — ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τέτραμος*, κατ επίδραση τού τρόμος] …   Dictionary of Greek

  • τετραμαίνω — και δ. γρφ τετρεμαίνω Α [τέτραμος] τρέμω …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”